- καθυλίσαι
- καθυλίζωstrainaor inf actκαθυλίσαῑ , καθυλίζωstrainaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυλίζω — (Α) 1. διυλίζω, στραγγίζω («καθυλίσαι τὸν οἶνον», Αθήν.) 2. (για φάρμακα) καθαρίζω («τὸ αἷμα καθυλίζειν», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλίζω «διυλίζω»] … Dictionary of Greek